Οι ανάγκες σε αίμα αφορούν κυρίως πάσχοντες από μεσογειακή αναιμία (ή θαλασσαιμία), χρόνια αιματολογικά νοσήματα, χειρουργεία, μεταμοσχεύσεις, τραυματίες τροχαίων ή άλλων ατυχημάτων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι πολυμεταγγιζόμενοι ασθενείς, εκείνοι που πάσχουν από μεσογειακή αναιμία και δρεπανοκυτταρική νόσο, οι οποίοι συχνά υπομεταγγίζονται και ζουν με μόνιμο άγχος επιβίωσης. Οι ελλείψεις είναι μεγαλύτερες στις περιόδους των διακοπών, ενώ επιδεινώθηκαν με την πανδημία.
Οι ανάγκες της χώρας μας σε αίμα καλύπτονται κατά 65% από την εθελοντική αιμοδοσία, ενώ πολύ διαδεδομένη είναι η αιμοδοσία υπέρ συγγενών και φίλων. Παρόλα αυτά, πολλά εκατομμύρια ξοδεύονται κάθε χρόνο για εισαγωγή αίματος από το εξωτερικό και επιπλέον χάνεται διαθέσιμο αίμα, χωρίς αξιοποίηση. Η βασικότερη αιτία, όπως επισημαίνουν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, είναι το αποκεντρωμένο και κατακερματισμένο σύστημα αιμοδοσίας, η μη εφαρμογή κοινών προτυποποιημένων διαδικασιών από τις υπηρεσίες αιμοδοσίας της χώρας και η μη κεντρική διαχείριση του αίματος.
Οι βουλευτές ρωτούν τον Υπουργό Υγείας, ποιες πολιτικές θα αναπτύξει για την αντιμετώπιση των ελλείψεων σε αίμα, την αύξηση της προσφοράς και τον εξορθολογισμό της ζήτησης, τον εκσυγχρονισμό, την επάρκεια και τη βιωσιμότητα του συστήματος και αν θα προχωρήσει στην εφαρμογή κεντρικής διαχείρισης του αίματος και συντονισμού μεταξύ των μονάδων αιμοδοσίας και με ποιο χρονοδιάγραμμα. Ρωτούν, επίσης, πώς θα καταστήσει το εθνικό σύστημα αιμοδοσίας πιο αποτελεσματικό, σε ποια φάση υλοποίησης βρίσκεται το σχέδιο της πληροφοριακής-τεχνολογικής αναβάθμισης και αν θα στελεχώσει άμεσα και επαρκώς τα Τμήματα Αιμοδοσίας των Νοσοκομείων της χώρας. Τέλος, επισημαίνουν την σημασία ανάπτυξης σταθερών χώρων αιμοδοσίας μέσα στους Δήμους, που θα λειτουργούν με διευρυμένο ωράριο για τη διευκόλυνση των εθελοντών, αλλά και την ανάπτυξη δράσεων και κινήτρων για την προσέλκυση τακτικών εθελοντών και ανάπτυξης κουλτούρας εθελοντικής αιμοδοσίας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
«Η επάρκεια και η διαχείριση του αίματος αποτελεί πρόκληση για τα συστήματα υγείας και τη δημόσια υγεία στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Η Ελλάδα έχει σταθερά μεγάλες ανάγκες σε αίμα (600.000 μονάδες αίματος ετησίως), που αφορούν κυρίως πάσχοντες από μεσογειακή αναιμία, ασθενείς μακροχρόνιων αιματολογικών ασθενειών, παιδιά με λευχαιμία, καρδιαγγειακές εγχειρήσεις και μεταμοσχεύσεις αλλά και εγχειρήσεις γενικά. Σημαντικό ποσοστό των αναγκών αφορά σε τραυματίες τροχαίων ατυχημάτων, αφού η χώρα μας υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε τροχαία με θανάτους και βαρείς τραυματισμούς. Και είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι από τους τραυματίες τροχαίων χρειάζονται αίμα μέσα στις πρώτες 24 ώρες. Ενώ ένας ασθενής που βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο εξυπηρετείται κατά προτεραιότητα, μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι πολυμεταγγιζόμενοι ασθενείς, όπως εκείνοι που πάσχουν από μεσογειακή αναιμία (ή θαλασσαιμία) και δρεπανοκυτταρική νόσο. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς, που αποτελούν το 20 % - 25 % των ετήσιων αναγκών μας για αίμα και η μετάγγιση αίματος είναι η μοναδική θεραπεία τους, συχνά υπομεταγγίζονται, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την υγεία τους, υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής τους και τους υποβάλλει σε ένα μόνιμο άγχος επιβίωσης.
Μεγάλες ελλείψεις αίματος παρουσιάζονται κυρίως στις περιόδους των διακοπών (Χριστούγεννα-Πάσχα-Καλοκαίρι). Στην πανδημία, επίσης, η εθελοντική αιμοδοσία σημείωσε κατακόρυφη πτώση λόγω του φόβου των πολιτών να βρεθούν σε νοσοκομειακούς χώρους. Σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ) οι ετήσιες ανάγκες της χώρας μας σε αίμα θα μπορούσαν να καλυφθούν επαρκώς εάν η χώρα διέθετε 300.000 ενεργούς αιμοδότες, οι οποίοι θα δίνουν αίμα τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο. Οι ενεργοί εθελοντές αιμοδότες σήμερα φτάνουν περίπου τους 259.000 με τη συνεισφορά τους να καλύπτει το 65% των εθνικών αναγκών, που είναι ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό. Το παράδοξο είναι ότι είμαστε μια χώρα με μεγάλη προσφορά αλλά και με μεγάλες ελλείψεις. Εκατομμύρια ευρώ δαπανώνται κάθε χρόνο για την εισαγωγή αίματος από το εξωτερικό.
Μεγάλο εμπόδιο στην συλλογή και ορθή διαχείριση του αίματος στην Ελλάδα είναι ότι το σύστημα αιμοδοσίας δεν είναι ενιαίο αλλά κατακερματισμένο και διασκορπισμένο σε κάθε νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται κοινά πρότυπα διαδικασιών μεταξύ των υπηρεσιών αιμοδοσίας της χώρας και να μην υπάρχει κεντρική εικόνα των ελλείψεων. Η συλλογή αίματος και η παρασκευή παραγώγων πραγματοποιείται κυρίως σε τοπικό επίπεδο για κάλυψη των τοπικών αναγκών. Αυτή η έλλειψη κεντρικής διαχείρισης του αίματος και συντονισμού μεταξύ των μονάδων αιμοδοσίας, έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται διαθέσιμο αίμα, χωρίς αξιοποίηση (είναι γνωστό ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια μπορούν να συντηρηθούν έως και 42 ημέρες, τα αιμοπετάλια για 5 ημέρες).
Στις 12 Ιουλίου 2022 το θέμα της επάρκειας και της διαχείρισης αίματος χαρακτηριζόμενο ως «εθνική προτεραιότητα», ήρθε ως αντικείμενο συζήτησης στην Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής. Υπήρξε η ανάλογη ενημέρωση προς τα μέλη της Επιτροπής από ειδικούς επί του θέματος, επιστημονικούς και κοινωνικούς εταίρους. Όλοι οι συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των κομμάτων, συμφώνησαν ότι χρειάζονται πολιτικές ευαισθητοποίησης της κοινωνίας σχετικά με την αιμοδοσία αλλά και ορθής συλλογής και διαχείρισης από την Πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς.
Παρά τις καλές προθέσεις, η Κεντρική Διαχείριση του αίματος και ο συντονισμός των 93 αιμοδοσιών που υπάρχουν στα νοσοκομεία της χώρας δεν έχει γίνει ακόμα πράξη, ενώ έχει «παγώσει» και η δημιουργία σταθερών αιθουσών αιμοδοσίας του Ε.ΚΕ.Α που θα λειτουργούν με διευρυμένο ωράριο καθημερινά στην Αθήνα, πέραν της μίας στο Αιγάλεω, η οποία αντιμετωπίζει μάλιστα πρόβλημα ελλείψεων μόνιμου προσωπικού.
Με βάση τα παραπάνω ερωτάσθε κύριε Υπουργέ:
- Ποιες συγκεκριμένες πολιτικές θα αναπτύξετε για την αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος των ελλείψεων της χώρας μας σε αίμα, την αύξηση της προσφοράς και τον εξορθολογισμό της ζήτησης, τον εκσυγχρονισμό, την επάρκεια και τη βιωσιμότητα του συστήματος;
- Θα προχωρήσετε στην εφαρμογή κεντρικής διαχείρισης του αίματος και συντονισμού μεταξύ των μονάδων αιμοδοσίας και με ποιο χρονοδιάγραμμα;
- Με ποιες παρεμβάσεις θα καταστήσετε το εθνικό σύστημα αιμοδοσίας πιο αποτελεσματικό;
- Σε ποια φάση υλοποίησης βρίσκεται το σχέδιο της πληροφοριακής-τεχνολογικής αναβάθμισης σε ένα κεντρικό σύστημα;
- Θα στελεχώσετε άμεσα και επαρκώς τα Τμήματα Αιμοδοσίας των Νοσοκομείων της χώρας;
- Θα αναπτύξετε σταθερούς χώρους αιμοδοσίας μέσα στους Δήμους, που θα λειτουργούν με διευρυμένο ωράριο για τη διευκόλυνση των εθελοντών;
- Με ποιες δράσεις και ποια κίνητρα θα προσελκύσετε τακτικούς εθελοντές και θα αναπτύξετε κουλτούρα εθελοντικής αιμοδοσίας;
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Γεώργιος Φραγγίδης, Μιχάλης Κατρίνης, Ευαγγελία Λιακούλη, Γεώργιος Αρβανιτίδης, Κωνσταντίνος Σκανδαλίδης, Νάντια Γιαννακοπούλου, Αντωνία (Τόνια) Αντωνίου, Ιλχάν Αχμέτ, Χρήστος Γκόκας, Γεώργιος Καμίνης, Χαράλαμπος Καστανίδης, Βασίλειος Κεγκέρογλου, Χαρά Κεφαλίδου, Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, Δημήτριος Κωνσταντόπουλος, Ανδρέας Λοβέρδος, Γεώργιος Μουλκιώτης, Μπουρχάν Μπαράν, Δημήτριος Μπιάγκης, Απόστολος Πάνας, Ανδρέας Πουλάς»