Χωρίς εξασφάλιση κοινωνικής συναίνεσης, μετακυλίει σημαντική ευθύνη στον πολίτη για την αντιμετώπιση ασφαλιστικών κινδύνων (γηρατειά, ασθένεια, ατύχημα), ποδοπατώντας αξίες όπως η διαγενεακή αλληλεγγύη, τα κοινωνικά δικαιώματα, η κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Κλείνει πονηρά το μάτι στους νέους, προπαγανδίζοντας ότι για την κακοδαιμονία του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και το εργασιακό πρόβλημα ευθύνονται οι γονείς τους, τους οποίους θα πάψουν επιτέλους να πληρώνουν. Με τη μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε» διχάζει τεχνηέντως την κοινωνία, δημιουργώντας αντιπαράθεση ανάμεσα σε γενιές, εργαζόμενους, συνταξιούχους, κλπ.
Προκρίνει την ατομικότητα έναντι της συλλογικότητας. Θέλει πολίτες κλεισμένους στον μικρόκοσμό τους, επικεντρωμένους στο ατομικό τους συμφέρον, μακριά από συλλογικές διεκδικήσεις, αποδυναμωμένους. Υποβαθμίζει την αυταπόδεικτη αξία του κοινωνικού κράτους, ειδικά στις μέρες μας με τις αλλεπάλληλες κρίσεις στην υγεία και στην οικονομία.
Υπόσχεται στους νέους μεγαλύτερες συντάξεις, από το «τζογάρισμα» των εισφορών τους σε εγχώριες και διεθνείς χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές, η πορεία των οποίων είναι σαφώς επισφαλής.
Αποσιωπά ότι το νέο σύστημα δεν εγγυάται το ύψος των συντάξεων, παρά μόνο την επιστροφή των εισφορών.
Δημιουργεί ένα δυσβάσταχτο κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα, ύψους 75 - 80 δις, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης παροχής για συντάξεις αναπηρίας και θανάτου.
Αυτό το κόστος θα κληθούν να καλύψουν οι αυτοαπασχολούμενοι και οι εργαζόμενοι, μέσω φορολογίας, ενώ η επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό και στο δημόσιο χρέος, πιθανώς να οδηγήσει σε νέα λιτότητα και περικοπές.
Με βάση τα ισχύοντα για την επικουρική σύνταξη και την αναμενόμενη αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά περίπου 8 χρόνια, το νέο σύστημα θα φέρει μείωση στις μελλοντικές συντάξεις κατά 25-35%.
Το διακύβευμα σε μια πιθανή νέα οικονομική κρίση είναι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, αφού θα κληθεί να καλύψει με πενιχρά δημόσια έσοδα και το κόστος μετάβασης και τη διαφορά των εγγυημένων επικουρικών συντάξεων του νέου συστήματος.
Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει τη δημογραφική απειλή. Οι λίγοι εργαζόμενοι δεν συνεισφέρουν αποτελεσματικά στη δημιουργία υψηλού κεφαλαίου.
Η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι με τον ν. 4620/2020 εξασφάλισε τη βιωσιμότητα του Δημόσιου Συστήματος Ασφάλισης μέχρι το 2070. Γιατί τώρα προχωρά στην κεφαλαιοποίηση της επικουρικής; Απλώς, γιατί ψεύδεται και μάλιστα ασυστόλως.
Χρησιμοποιεί το «τυράκι» της προηγμένης Σουηδίας, για να μας πιάσει στην επικοινωνιακή της «φάκα», χωρίς να μας λέει ότι στη Σουηδία:
- λειτουργεί ένα διαφορετικό σύστημα με τη δική του λογική και ισορροπίες
- οι εισφορές για τους ατομικούς κουμπαράδες, ανέρχονται μόλις στο 2,5%, καταλαμβάνοντας μικρό μέρος του δημόσιου συνταξιοδοτικού πυλώνα.
- η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση προκύπτει μέσα από διάλογο και συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι μάλιστα μαζί με τα συνδικάτα συμμετέχουν στη λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
Η επικουρική ασφάλιση στην Ελλάδα έχει εξαρχής παρακολουθηματικό χαρακτήρα προς την κύρια και δεν μπορεί να μετακινηθεί από την διανεμητική της λογική.
Από τη μετάβαση που επιχειρεί η κυβέρνηση, κερδισμένες θα είναι μόνο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που θα «τζογάρουν» τις εισφορές των ασφαλισμένων.
Η δική μας πρόταση αφορά στην ενίσχυση της επαγγελματικής ασφάλισης με φορολογικά κίνητρα. Εξάλλου, το ΠΑΣΟΚ θεσμοθέτησε το 2002 την επαγγελματική ασφάλιση και το 2012 συστήθηκαν τα 4 πρώτα επαγγελματικά ταμεία.
Τέλος, ο βουλευτής σχολίασε δύο από τις τροπολογίες που κατέθεσε το Κίνημα Αλλαγής:
1. Κατάργηση της μείωσης της Εθνικής Σύνταξης των μελών της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας και των ομογενών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης:
- Οι εν λόγω πολίτες που ήρθαν στην Ελλάδα το ’90 προτείνουμε να εξαιρεθούν από τις προβλέψεις του ν. 4387 /2016. Διαφορετικά, δε θα συνταξιοδοτηθούν αφού είναι αδύνατο να συμπληρώνουν 40 χρόνια διαμονής μέχρι το 2037.
2. Συνταξιοδότηση λόγω γήρατος άνευ ορίου ηλικίας μετά από 40 έτη υποχρεωτικής πραγματικής απασχόλησης:
- Θεωρούμε ότι είναι κοινωνικά δίκαιο για τους εργαζόμενους που ξεκίνησαν να εργάζονται σε νεαρή ηλικία και προσέφεραν για μακρό χρονικό διάστημα τις εισφορές τους στο ασφαλιστικό σύστημα, να δοθεί η δυνατότητα θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης χωρίς όριο ηλικίας και με 40 χρόνια πραγματικής υποχρεωτικής ασφάλισης.