Σκοπός είναι να επιτυγχάνει το κράτος τους εξωτερικούς στόχους του, στο εκάστοτε διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Τουρκία συνεχίζει την πάγια αναθεωρητική επεκτατική πολιτική της, προσηλωμένη στους στόχους της, ανεξάρτητα από τα εσωτερικά της προβλήματα ή την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Θέτει υπό αμφισβήτηση μέρος της εθνικής κυριαρχίας μας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Προβάλλει παράλογες διεκδικήσεις, επιδεικνύει παραβατική συμπεριφορά. Φτάσαμε στις παράνομες υποθαλάσσιες έρευνες και γεωτρήσεις, που επιχειρεί εντός των θαλάσσιων ζωνών της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέχρι την πρόσφατη εκδήλωση της επιθετικότητάς της και το πλασάρισμά της σαν ένας από τους ρυθμιστές της κρίσης στα θέματα της Συρίας και της Λιβύης. Όσον αφορά το θέμα της Λιβύης, για εμάς η μόνη αποδεκτή πολιτική λύση συμπεριλαμβάνει την ακύρωση του μνημονίου Τουρκίας -Λιβύης.
Με τις τελευταίες κινήσεις της, η Τουρκία προσπαθεί να επεκτείνει τα στρατηγικά συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο. Με την ανοχή των ισχυρών, η Τουρκία έχει επιδοθεί εδώ και χρόνια σε μία κούρσα εξοπλισμών, κάνει επίδειξη στρατιωτικής ισχύος προσπαθώντας να οδηγήσει την ελληνική πλευρά σε διαπραγματεύσεις υπό δυσμενείς συνθήκες.
Δεδομένης της γεωγραφικής και γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας, ιδιαίτερα καθώς οι προκλήσεις και οι αστάθειες στο χώρο μας αυξάνονται σταθερά, αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα υπόψη. Η απαίτηση βελτίωσης της μαχητικής και αμυντικής ικανότητας και ασφάλειας είναι αυτονόητη και δεν αποτελεί επιτελικό ζητούμενο, αλλά εθνική επιταγή, τόσο στον αριθμό όσο και στην ποιότητα του προσωπικού και των απαιτούμενων οπλικών συστημάτων.
Το επιχειρησιακό περιβάλλον, όπου θα κληθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις να δράσουν, θα είναι το ευρύτερο περιβάλλον του αέρα και του θαλάσσιου χώρου, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, μέσω εκτέλεσης αεροναυτικών επιχειρήσεων. Εκεί, λοιπόν, οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας απαιτείται να έχουν υπολογίσιμη ισχύ.
Σχεδιάζοντας τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις του μέλλοντος, η νέα επιχειρησιακή απαίτηση για ανάπτυξη ναυτικών μονάδων κρούσης, αλλά και των απαραίτητων προς υποστήριξη αεροπορικών μονάδων για την εκτέλεση αεροναυτικών επιχειρήσεων, κρίνεται καθοριστική.
Γίνεται προφανές ότι η στήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας στους τομείς αυτούς γίνεται επιτακτική και πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Όσο μικρότερη εθνική ισχύ διαθέτει μία χώρα, τόσο περισσότερο υπόκειται στην επιρροή άλλων χωρών και τόσο πιο ευάλωτη γίνεται σε γεωστρατηγικές μεταβολές του status quo.
Η διπλωματία, ως μέσο υψηλής στρατηγικής, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική για τη βελτίωση και διατήρηση της εθνικής ισχύος της χώρας, μέσω της εξασφάλισης συνεργασιών και της εκμετάλλευσης της ισορροπίας δυνάμεων για τη δημιουργία αξόνων μέσω συμμαχιών.
Οι διεθνείς σχέσεις της χώρας μας, οι όποιες συνεργασίες και συμμαχίες μας πρέπει να βασίζονται στην ισότιμη και αμοιβαία αντιμετώπιση των δύο συνεργαζόμενων μερών. Η πατρίδα μας βρίσκεται σε ένα γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, αυτό του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο θεωρείται από τα πιο ευαίσθητα και ασταθή παγκοσμίως. Η θέση μας γίνεται ακόμα πιο δυσχερής, δεδομένης της δημοσιονομικής κατάστασης, που εδώ και χρόνια δοκιμάζει την κοινωνία μας.
Μέσα στο ασταθές περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί, το ΝΑΤΟ κρατά ουδέτερη στάση, θέλοντας να κρατήσει ισορροπίες για να μην δυσαρεστήσει την Τουρκία. Η χώρα μας ψάχνει να βρει συμμαχίες για να αναχαιτίσει τα σχέδια του Ερντογάν. Από πλευράς δε Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γαλλία είναι αυτή που ουσιαστικά ανταποκρίνεται πιο θερμά.
Η Τουρκία προσεγγίζει ανοιχτά τις δυνάμεις της Ευρασίας, δηλαδή Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Πακιστάν και έχει επιρροές από τη φονταμενταλιστική οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων. Ακόμη, οι λαϊκές της μάζες έχουν επηρεαστεί από την ισλαμική επανάσταση του Ιράν.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, τα ανατολικά σύνορα του ΝΑΤΟ είναι ευάλωτα, γεγονός που αυξάνει τη στρατηγική αξία του ελληνικού χώρου για το ΝΑΤΟ. Η Δύση δύναται να αξιοποιήσει επιχειρησιακά τον αεροναυτικό χώρο της Ελλάδας με το τεράστιο στρατηγικό βάθος που έχει.
Η κυριαρχία και ο έλεγχος επί των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου από φιλικές προς τη Δύση δυνάμεις και η διασφάλιση θαλάσσιων γραμμών διέλευσης υδρογονανθράκων προς τη Δύση, είναι προς το ύψιστο συμφέρον της χώρας μας. Είναι ένας ρόλος που η Ελλάδα δύναται να καλύψει ως χώρα του ΝΑΤΟ, με δυτικό αξιακό κώδικα, σε συνεργασία με χώρες της περιοχής, όπως το Ισραήλ, η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και άλλες, όπως η Αίγυπτος και η Κύπρος.
Η στρατηγική αξία της Ελλάδος, στο ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον μεγιστοποιείται, ενώ οι όποιοι κίνδυνοι του συστημικού ρίσκου μπορούν να μετατραπούν σε γεωπολιτικά προτερήματα. Η Ελλάδα πρέπει να αναδείξει στη Συμμαχία όλες τις παραμέτρους που την καθιστούν ισότιμο στρατηγικό εταίρο της Δύσης.
Σ’ αυτό το σύνθετο και δυναμικό τοπίο ερχόμαστε σήμερα να ψηφίσουμε την Κύρωση του Πρωτοκόλλου της Τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδας και ΗΠΑ, την οποία προετοίμασε η προηγούμενη κυβέρνηση, χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα και στο ίδιο μοτίβο και τον ίδιο δρόμο συνεχίζει και η σημερινή Κυβέρνηση, με την υπογραφή που γίνεται.
Ως προς το περιεχόμενό της, η Συμφωνία περιλαμβάνει την αεροπορική βάση και το ναύσταθμο της Σούδας, την αεροπορική βάση της Λάρισας, τη βάση ελικοπτέρων στο Στεφανοβίκειο, το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, αλλά και άλλες εγκαταστάσεις των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως συμφωνούνται αμοιβαία από τα δύο μέρη ή από ορισμένους εκπροσώπους τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εσωτερικές τους διαδικασίες. Πρόκειται δηλαδή για μία γενική και αόριστη αναφορά, που υπόσχεται πολλά από τη μεριά μας προς την Κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Παράλληλα, το ελληνικό Δημόσιο έχει απώλειες εσόδων από τις λειτουργίες στρατιωτικών και βοηθητικών ευκολιών από την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών στις αναφερόμενες εγκαταστάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Απαλλαγή από φόρους, δασμούς, τέλη, άλλες επιβαρύνσεις, καθώς και από ατέλειες εισαγωγής αγαθών, προμηθειών, εξοπλισμού ή προσωπικών αντικειμένων των μελών της Δυνάμεως, του πολιτικού προσωπικού και των εξαρτημένων προσώπων.
Στη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής ζητήσαμε από τον Υπουργό Οικονομικών να κοστολογηθεί το ποσό που χάνει το ελληνικό Δημόσιο και να εκτιμηθεί τουλάχιστον η ελάχιστη τάξη μεγέθους σε ευρώ της ετήσιας οικονομικής απώλειας σε βάρος του Δημοσίου και να μας ενημερώσει. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει γίνει.
Όσον αφορά τις τροποποιητικές διατάξεις, κάποιες από αυτές, όπως στην παράγραφο 5 του άρθρου 1, είναι γενικές, αόριστες και ασαφείς σχετικά με τη χρήση από τις Ένοπλες Δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών που θα εγκατασταθούν, θα αναπτυχθούν ή θα σταθμεύσουν. Πιθανόν να μη μας καλύπτουν ως χώρα σε θέματα εθνικής ασφάλειας.
Από την άλλη, υπάρχει ενδεχόμενο να μας στοχοποιούν ως χώρα, δεδομένου ότι ουσιαστικά δημιουργούνται και επίσημα βάσεις των ΗΠΑ στο έδαφός μας, περισσότερες από αυτές που υπήρχαν μέχρι τώρα και σαφώς με μεγαλύτερες δυνατότητες. Εν ολίγοις, το Πρωτόκολλο Τροποποίησης της Συμφωνίας είναι κομμένο και ραμμένο κυρίως στα μέτρα των ΗΠΑ και όχι της χώρας μας.
Από το 1990, που υπογράφηκε η Συμφωνία, υφίσταται συνοδευτική επιστολή των ΗΠΑ για την αμυντική βοήθεια, που την είχε υπογράψει τότε ο Πρέσβης, ο κ. Σωτήρχος.
Σε αυτήν, λοιπόν, επιβεβαιώνεται η στήριξη της Κυβέρνησης των ΗΠΑ για δωρεάν χρηματοδότηση ξένων στρατιωτικών πωλήσεων προς την Ελλάδα με το ποσό των 345 εκατομμυρίων δολαρίων για περίοδο ενός έτους και η συνδρομή στον εκσυγχρονισμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Παρέχονται εγγυήσεις για τη συνέχιση της προσπάθειας διάθεσης πλεονάσματος υλικού, για τις ανάγκες εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων. Γίνεται λόγος για παροχή αμυντικού υλικού, που θα διατίθεται από την εφαρμογή της Συμφωνίας για τις συμβατικές δυνάμεις στην Ευρώπη.
Επισημαίνεται η δυνατότητα αναχρηματοδότησης των δανείων εξωτερικών στρατιωτικών πωλήσεων και η πρόθεση να παράσχουν οι ΗΠΑ τη δυνατότητα στην Ελληνική Κυβέρνηση να επωφεληθεί από την παραίτηση των μη επαναλαμβανόμενων εξόδων, που σχετίζονταν με την αγορά μείζονος αμυντικού υλικού των Ηνωμένων Πολιτειών. Η σημερινή Συμφωνία δεν συνοδεύεται από κάτι τέτοιο. Ή τουλάχιστον κι αν συνοδεύεται, δεν έχει εμφανιστεί μέχρι τώρα για να το γνωρίζει και η Ελληνική Βουλή.
Ο ελληνικός στόλος έχει ανάγκη από πλοία με ικανότητα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής, τα οποία θα διόρθωναν τη σημερινή ανισορροπία σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η ανωτέρω ανάγκη, όπως και απόκτηση άλλων κρίσιμων οπλικών συστημάτων, θα μπορούσαν να διερευνηθούν στο πλαίσιο της παρούσας Συμφωνίας.
Η αλήθεια είναι ότι δώσατε πολλά, κύριε Υπουργέ, στην Κυβέρνηση των ΗΠΑ και πήρατε υποσχέσεις και ευχολόγια, που θέλω να ελπίζω ότι θα γίνουν πράξη όταν χρειαστεί. Μέσα στο πλαίσιο της διαμορφούμενης αστάθειας στην περιοχή μας και υπό το βάρος των εξελίξεων, η Ελλάδα αποτελεί νησίδα σταθερότητας, στηρίζοντας τη Δύση και τα συμφέροντα της.
Εμείς, όμως, τι διεκδικήσαμε για τη χώρα μας; Ποιο είναι το αντιστάθμισμα της προσφοράς μας αυτής, αναφορικά με την προστασία της εθνικής μας κυριαρχίας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, την ενίσχυση της αμυντικής μας ικανότητας και τα οικονομικά ανταποδοτικά οφέλη; Μόνο την πρόσφατη επιστολή με τις υποσχέσεις του κ. Πομπέο έχουμε. Ή τουλάχιστον αυτό γνωρίζουμε.
Αγαπητοί συνάδελφοι της Κυβέρνησης,
Η εν λόγω Συμφωνία είναι γεγονός ότι έχει ήδη υπογραφεί από τις δύο Κυβερνήσεις.
Το Κίνημα Αλλαγής, έχοντας συναίσθηση της ευθύνης και της κρίσιμης για τα εθνικά μας θέματα συγκυρίας, θα την ψηφίσει, παρά τα προαναφερθέντα προβλήματα. Η χώρα μας οφείλει να διατηρήσει την αξιοπιστία της, ιδιαίτερα μέσα σε αυτές τις κρίσιμες και μεταβαλλόμενες συνθήκες στην περιοχή μας. Δεν πρέπει να κάνει το μπρος-πίσω που κάνουν σήμερα, δυστυχώς, άλλες πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τον τόπο.
Σας ευχαριστώ.