Με εκλογικές μεθοδεύσεις, ο Πρωθυπουργός προσπαθεί να καθησυχάσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του, προκρίνοντας ένα εκλογικό σύστημα που, όχι μόνο δεν είναι δίκαιο αλλά επιπλέον αποτυγχάνει να εξυπηρετήσει τις πραγματικές ανάγκες και τα ζητούμενα των Ελλήνων πολιτών.
Δε διαφέρετε σημαντικά από τους προκατόχους σας, κύριοι της συμπολίτευσης. Κι εκείνοι ποσώς ενδιαφέρονταν για την αναβάθμιση της Δημοκρατίας μας και την αντιμετώπιση των παθογενειών του πολιτικού μας συστήματος.
Ο εκλογικός νόμος αποτελεί ή θα πρέπει να αποτελεί τον σπουδαιότερο, μετά το Σύνταγμα, νόμο του Κράτους. Oφείλει να αντικατοπτρίζει όλες τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τις πολιτικές σχέσεις στον κοινοβουλευτικό πολυκομματισμό.
Το εκλογικό σύστημα θα πρέπει να επιχειρεί τον συγκερασμό δύο ουσιαστικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας. Την ισοδυναμία της ψήφου των πολιτών, αφενός, και την κυβερνησιμότητα της χώρας, αφετέρου.
Αυτό σημαίνει, πως το εκλογικό σύστημα για το οποίο συζητούμε, οφείλει να διασφαλίσει από την μια την πιο αντικειμενική έκφραση της ισοδυναμίας και από την άλλη την κυβερνησιμότητα και την πολιτική σταθερότητα της χώρας.
Σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα εκλογικά συστήματα είναι σταθερά για πολλά χρόνια. Στην πατρίδα μας, δυστυχώς, δεν συμβαίνει αυτό. Από το 1926 μέχρι σήμερα έχουν ψηφιστεί και εφαρμοστεί 18 διαφορετικά εκλογικά συστήματα.
Αυτό σημαίνει πως κανένα δεν ήταν προϊόν πολιτικής συμφωνίας και συνεννόησης.
Ο εκλογικός νόμος της απλής και «άδολης» αναλογικής, που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, (χρησιμοποιώντας βέβαια ο ίδιος την ενισχυμένη αναλογική και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που έδωσε ως κόμμα εξουσίας), δεν έχει εφαρμογή σε καμία σύγχρονη δημοκρατία, γιατί στην ουσία οδηγεί σε πολυδιάσπαση, ακυβερνησία και χαοτικά φαινόμενα.
Παραδοσιακά, τα κόμματα εξουσίας τάσσονται υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής, που πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα και περιορίζει σε σημαντικό βαθμό την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το κομματικό συμφέρον και οι συγκυριακές εκλογικές εκτιμήσεις είναι αυτές που υπαγορεύουν τη θέση των κομμάτων για τον εκλογικό νόμο.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θέλω να τονίσω είναι, ότι το εκλογικό σύστημα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται καιροσκοπικά και με κομματικά γυαλιά, στοχεύοντας στην κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Αντίθετα είναι εκφραστής της ελεύθερης και ανόθευτης λαϊκής βούλησης και του εκάστοτε συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων.
Για τον λόγο αυτό, σε μια δημοκρατία ο εκλογικός νόμος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα αρχής, που θα κατοχυρώνει σε μεγάλο βαθμό και την ισοδυναμία της ψήφου και την κυβερνησιμότητα και την πολιτική σταθερότητα της χώρας.
Εμείς, σαν Κίνημα Αλλαγής, πιστεύουμε στην ανάγκη ενός εκλογικού συστήματος ευρείας αποδοχής, που ενισχύει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, που συνδυάζει την πολιτική σταθερότητα που έχει ανάγκη η χώρα, την εκλογική δικαιοσύνη, την αναλογικότερη εκπροσώπηση των πολιτικών ρευμάτων, τον διάλογο και τη συνεννόηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας με προγραμματική σύγκλιση.
Κυβερνήσεις ισχυρές, με ευρεία λαϊκή στήριξη, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες προκλήσεις και να διασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους πολίτες, ξεκαθαρίζοντας όμως, ότι αυτές δεν μπορεί να προκύπτουν από υπέρμετρα μπόνους, που αλλοιώνουν τη λαϊκή βούληση.
Σε αυτό το πλαίσιο, καταθέσαμε μία ολοκληρωμένη πρόταση για νέο εκλογικό νόμο το 2018. Σε αυτήν γίνεται λόγος για ένα δικαιότερο και αναλογικότερο εκλογικό σύστημα, με εκλογικό μπόνους που θα δίνεται μόνο αν το πρώτο κόμμα υπερβαίνει το 25% του εκλογικού σώματος και θα είναι κλιμακωτό, με ανώτατο όριο συνολικού μπόνους τις 35 έδρες.
Στην ίδια πρόταση, που κατατέθηκε προ διετίας, περιλαμβανόταν η κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, η διατήρηση του ορίου εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή στο 3%, η δυνατότητα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού, καθώς και μέτρα διαφάνειας για την χρηματοδότηση των κομμάτων, με κάποια από τα σημεία της πρότασης να έχουν ήδη υλοποιηθεί.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε, ότι η παράταξή μας, απαλλαγμένη από μικρόνοια και κομματικούς τακτικισμούς, στη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 τόλμησε να νομοθετήσει κάθε αλλαγή το εκλογικού νόμου να εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές, αν δεν υπάρχει πλειοψηφία 2/3 η 200 εδρών.
Ο νόμος που κατέθεσε η ΝΔ στη Βουλή, όχι μόνο δεν συνάδει με τη δική μας πολιτική λογική, αλλά αντίθετα επαναλαμβάνει τον περιβόητο νόμο Παυλόπουλου, με το ληστρικό μπόνους των 50 εδρών, οδηγεί σε αυτοδύναμη κυβέρνηση για όποιο κόμμα συγκεντρώσει περίπου το 37% του εκλογικού συστήματος, κάτι για το οποίο με την πρότασή μας απαιτείται ποσοστό άνω του 40,5%, και οδηγεί σε αδύναμες κυβερνήσεις λαϊκής μειοψηφίας.
Τέλος, ο εκλογικός νόμος θα πρέπει να ενισχύει τις προεκλογικές συνεργασίες. Αυτός της κυβέρνησης αποκλείει από το μπόνους τις συνεργασίες κομμάτων, που στη σημερινή Βουλή η μόνη που είναι τέτοια είναι το Κίνημα Αλλαγής - και όχι κοινοβουλευτικές κοινοπραξίες, όπως απαξιωτικά είπε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Κωνσταντινίδης.
Και ερωτώ, ο αποκλεισμός του μπόνους στις συνεργασίες κομμάτων έγινε για να αποκλειστεί μόνο το Κίνημα Αλλαγής, που είναι παράταξη συνεργασίας κομμάτων, ενώ όλα τα άλλα κόμματα της σημερινής Βουλής, όπως και οι μετεκλογικοί συνασπισμοί, το δικαιούνται;