Για τις δημοσκοπήσεις που, αν και δείχνουν φθορά της κυβέρνησης, δίνουν προβάδισμα στον κ. Μητσοτάκη
Η άποψή μου για τις δημοσκοπήσεις είναι ότι δίνουν μια εικόνα της στιγμής. Έχω μάλιστα επιφυλάξεις γι αυτές, γιατί κινούμαστε μέσα στην κοινωνία και έχουμε μια πραγματική εικόνα, που δεν φαίνεται να συμβαδίζει. Δεν ξεχνάμε, επίσης, ότι κατά τα φαινόμενα τα περισσότερα ΜΜΕ είναι υπέρ του κ. Μητσοτάκη. Όλα τα κανάλια της τηλεόρασης λίγο ή πολύ -εξαρτάται από το κανάλι- στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική.
Οι Έλληνες πολίτες έχουν την εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα ζουν την πραγματικότητα της κυβέρνησης της ΝΔ με τα διάφορα προβλήματα, ξεκινώντας από την πανδημία και την υγεία και καταλήγοντας στην ακρίβεια στα καταναλωτικά αγαθά και στην ενέργεια. Η κυβερνώσα παράταξη προσπαθεί να περιορίσει τον προβληματισμό που έχει ο Έλληνας και να πατήσει πάνω στον φόβο του για την κατάσταση με την Τουρκία, για να βγει πιο ενισχυμένος. Έτσι, ενώ χάνει η κυβέρνηση, δεν χάνει τόσο όσο θα έπρεπε κατά την άποψη πολλών.
Εκεί λοιπόν έρχεται ο δικός μας ο ρόλος, το δικό μας κόμμα, το οποίο πρέπει να πείσει με τις απόψεις του, με την πρακτική του, με τις θέσεις του, ότι είναι μία δύναμη ήρεμη αλλά εντελώς απαραίτητη για τα πολιτικά δρώμενα στην πατρίδα μας. Χρειάζεται να ενισχυθούμε και να μπορέσουμε να έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερο αποτέλεσμα από την πρώτη Κυριακή, ώστε με βάση τις συζητήσεις που θα γίνουν πάνω στις θέσεις και στα προγράμματα των κομμάτων, να καταλήξει η Ελλάδα να έχει μια κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή.
Για τους λόγους που οι προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής δεν επικοινωνούνται επαρκώς στον κόσμο.
Ο κ. Ανδρουλάκης παρουσίασε προγραμματικές θέσεις από το βήμα της 86ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Φαίνεται, όμως, ότι αυτές οι θέσεις και απόψεις δεν φτάνουν στον κόσμο στον βαθμό που πρέπει. Ένας λόγος είναι η περιορισμένη παρουσία στα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία κυρίως υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Ένας άλλος λόγος είναι η οργανωτική δομή του κόμματος. Με την Πρόεδρό μας Φώφη Γεννηματά είχαν καταργηθεί οι οργανώσεις, δεν υπήρχαν τοπικές οργανώσεις. Αυτές, όμως, είναι που παίρνουν το σφυγμό των πολιτών και τον ανεβάζουν προς τα πάνω ή παίρνουν τις θέσεις από πάνω και τις συζητούν με τους πολίτες. Επομένως, αυτή η αδυναμία είναι μεγάλη. Βρισκόμαστε στα πρώτα βήματα, οι οργανώσεις αρχίζουν και λειτουργούν, ανοίγουν γραφεία. Στο νομό Κιλκίς δεν είχαμε κομματικά γραφεία εδώ και 4-5 χρόνια, τώρα άνοιξαν. Ξεκινάει μία προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε αυτήν την αρνητική κατάσταση που υπήρχε και δυστυχώς μας είχε αποξενώσει από τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες.
Για τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής για τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας
Οι προτάσεις μας στοχεύουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Έλληνας πολίτης. Ξεκινώντας από την ακρίβεια, ήμασταν οι πρώτοι που είχαμε υποστηρίξει, σε σχέση με την ενέργεια, κλιμακωτό πλαφόν στη λιανική τιμή, ώστε να πληρώσουν και οι πάροχοι της ενέργειας και όχι μόνο ο Έλληνας πολίτης το κόστος παραγωγής της ενέργειας. Είχαμε πει ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο πετρέλαιο θα πρέπει να μειωθεί και βεβαίως και ο ΦΠΑ για να μπορέσει να ανακουφιστεί λίγο ο Έλληνας πολίτης. Τα προβλήματα που έχουν οι οικογένειες είναι πάρα πολύ μεγάλα. Εδώ και πολύ καιρό έχουμε πει για το θέμα του ΦΠΑ στα είδη ευρείας κατανάλωσης. Μόνο τον Αύγουστο αυξήθηκαν οι τιμές κατά 21%. Αν κάνουμε μια σύγκριση με το προηγούμενο καλοκαίρι, σημαίνει ότι το κόστος των καταναλωτικών αγαθών αυξήθηκε περίπου 100€ σε κάθε άτομο το μήνα. Αυτό είναι ένα τεράστιο ποσό για μια τετραμελή οικογένεια. Είχαμε πει, λοιπόν, ότι χρειάζεται να μειωθεί ο ΦΠΑ, που τώρα είναι από 13% μέχρι 24%. Να κάνουμε αυτό που έκανε η Γαλλία, η Ισπανία, η Πολωνία, οι σκανδιναβικές χώρες που το κατέβασαν στο 4%-5%. Δυστυχώς, ούτε αυτό ακούει η κυβέρνηση. Σε σχέση με το πετρέλαιο, κερδοσκοπεί, αφού οι φόροι αυξάνονται όταν αυξάνεται η τιμή του λίτρου της βενζίνης και του πετρελαίου και ένα μέρος των φόρων το επιστρέφει ως επιδόματα.
Για το μεγάλο πρόβλημα, το δημογραφικό, για να μην φεύγουν τα νέα ζευγάρια στο εξωτερικό, λέγαμε για την κοινωνική κατοικία ήδη από το φθινόπωρο του 2021. Τώρα μεσοβέζικα και λίγο διαφορετικά, βγαίνει ο κ. Μητσοτάκης και λέει για την κοινωνική κατοικία, να γίνουν νέες κατοικίες για τους φοιτητές, για τα νέα ζευγάρια. Να ενισχυθούν ιδιοκτήτες παλαιών κατοικιών να τις αναπαλαιώσουν για να τις νοικιάσουν – χωρίς να λέει όμως να τις νοικιάσουν με πολύ χαμηλό ενοίκιο. Όλα αυτά τα πράγματα είναι θέσεις οι δικές μας, που τις λέμε πάρα πολύ καιρό.
Και τέλος στον τομέα της υγείας, μετά από δυόμιση χρόνια όλοι γίναμε πιο σοφοί. Όλη η πορεία της πανδημίας έβγαλε στην επιφάνεια και τα θετικά και τα αρνητικά. Χρειαζόμαστε ένα νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας, αναδιοργανωμένο και αναγεννημένο, για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις σημερινές συνθήκες. Όταν ιδρύθηκε το 1983 το ΕΣΥ με το νόμο 1397, ήτανε μέσα στα έξι καλύτερα συστήματα του κόσμου, αναγνωρισμένο απ’ τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Και φαίνεται ότι το ΕΣΥ πάλι, μετά από 40 χρόνια, ήταν αυτό που επωμίστηκε το μεγαλύτερο βάρος στην αντιμετώπιση της πανδημίας, χάρη βέβαια στην προσπάθεια όλων των εργαζομένων γιατρών, νοσηλευτών και παραϊατρικών επαγγελμάτων. Αλλά, έβγαλε στην επιφάνεια προβλήματα, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Για τα ευρήματα της μελέτης Λύτρα για τον Covid-19
Δεν είναι τυχαίο, ότι η δεύτερη μελέτη του κ. Λύτρα για τον Covid-19, που ήταν συνέχεια της περσινής μελέτης Λύτρα-Τσιόδρα και αφορά την περίοδο από το Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι τον Απρίλιο του 2022, αναφέρει ότι μετά την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 παρατηρείται μία επιδείνωση της θνητότητας κατά 21% για ορισμένο φορτίο ασθενών, σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Επίσης, ότι πέθανε το 97,7% των διασωληνωμένων που έμειναν εκτός Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Από εκείνους που μπήκαν στις ΜΕΘ υπήρξε μια απώλεια της τάξης του 72,7%. Οι απώλειες σε εκείνους που έμειναν εκτός ΜΕΘ έφτασαν γύρω στο 98%, γιατί δεν είχαν την εξειδικευμένη φροντίδα που απαιτούσε η κατάστασή τους. Ακόμα και αν έβρισκαν κρεβάτι, πολλές φορές ήταν αργά γιατί η μεγάλη βλάβη είχε γίνει. Να πω εδώ ότι το νοσοκομείο του νομού μου, του Κιλκίς, είναι το μοναδικό νοσοκομείο στην 4η Υ.ΠΕ., που μέχρι σήμερα δεν διαθέτει ΜΕΘ. Ο νομός Κιλκίς, λοιπόν, ήταν αναλογικά στους πρώτους τρεις νομούς της Ελλάδος σε απώλειες.
Επίσης, από τη μελέτη προκύπτει και η μεγάλη ανισότητα που υπάρχει ανάμεσα στις υγειονομικές δομές του κέντρου και της περιφέρειας. Η προηγούμενη μελέτη Λύτρα – Τσιόδρα είχε δείξει ότι οι απώλειες μεταξύ αυτών που μπήκαν στις ΜΕΘ ήταν στην Αθήνα της τάξης του 57%, στη Θεσσαλονίκη 66% και στην επαρχία πάνω από 70%, ποσοστό πολύ κοντά σε αυτό το 72%, που αναφέρει και η τωρινή μελέτη του κ. Λύτρα. Όσο μετακινούμαστε από το κέντρο στην περιφέρεια υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις, κυρίως σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και σε δομές Εντατικής Μονάδας ή Αυξημένης Φροντίδας, που δυστυχώς δεν έχουν όλα τα νοσοκομεία.
Μετά από δυόμιση χρόνια πανδημίας, τι έχει κάνει η κυβέρνηση για να ανταποκριθεί το σύστημα όσο το δυνατόν καλύτερα στις σημερινές ανάγκες; Δυστυχώς, μόνο εμβαλωματικές λύσεις, που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του.
Για την κατάσταση στις δημόσιες δομές της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας παίζει καθοριστικό ρόλο για την υγεία των πολιτών. Όμως, αν κάνετε μία βόλτα σε νομούς όπως οι Σέρρες και η Κορινθία, που επισκέφτηκα πρόσφατα, θα δείτε Κέντρα Υγείας αφημένα στην τύχη τους όσον αφορά στις κτηριακές υποδομές και στον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, αλλά κυρίως υπάρχει έλλειψη γιατρών.
Θα σας πω ένα παράδειγμα μόνο για τις Σέρρες, όπου μέσα στην πόλη υπάρχει το Κέντρο Υγείας Αστικού Τύπου, το οποίο ως αστικού τύπου πρέπει να λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο. Αντ’ αυτού το Κέντρο Υγείας είναι εγκατεστημένο στο παλιό νοσοκομείο, έχει έναν γιατρό Γενικής Ιατρικής, λειτουργεί μόνο ένα οκτάωρο, έχει έναν ακτινολόγο, δεν έχει παθολόγους. Έχει ένα εξαιρετικό ακτινολογικό τμήμα με καινούρια μηχανήματα που διαθέτει μαστογράφο, υπερηχογράφο, μέτρηση οστικής πυκνότητας, τα πάντα. Παρόλα αυτά υπολειτουργεί, γιατί ο ακτινολόγος κάνει 8- 9 εφημερίες στο νοσοκομείο. Τι ΚΥ αστικού τύπου είναι τότε; Δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο ρόλο του. Το ίδιο και τα επαρχιακά. Γι’ αυτό και καταφεύγουν όλοι οι ασθενείς στα νοσοκομεία, τα οποία υπερφορτώνονται και δεν μπορούν να φροντίσουν αυτούς που ήδη νοσηλεύονται.
Για την εφαρμογή του θεσμού του Προσωπικού Γιατρού
Ο Προσωπικός Γιατρός είναι στην ουσία αλλαγή του ονόματος του Οικογενειακού Γιατρού, ο οποίος προβλεπόταν ήδη από το 1983 με τον νόμο του ΕΣΥ. Ο θεσμός του Προσωπικού ή Οικογενειακού Γιατρού, εφόσον λειτουργεί σωστά και πλήρως, είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει. Το 1994, όταν ο αγαπητός μας συνάδελφος Δημήτρης Κρεμαστινός, που δυστυχώς εκλείπει τώρα, ήταν υπουργός, είχε πει ότι χρειάζονται 6.800 περίπου μόνιμοι γενικοί γιατροί ή παθολόγοι για τη λειτουργία του. Τώρα υπολογίζεται ότι χρειάζονται τουλάχιστον 5.000- 6.000 γιατροί, με δεδομένη την αναλογία 2.000 ασθενείς ανά γιατρό. Μέχρι στιγμής έχουν εγγραφεί στο σύστημα 3.200 γιατροί. Από αυτούς οι 2.200 προέρχονται από τις δημόσιες δομές (Κ.Υ. και ΤΟΜΥ) και 1.000 περίπου από τον ιδιωτικό τομέα.
Ένας γιατρός που εργάζεται σε Κέντρο Υγείας θα είναι υποχρεωμένος να λειτουργήσει 35 ώρες για να βλέπει τους ασθενείς που τον διάλεξαν σαν προσωπικό γιατρό. Ο χρόνος επίσκεψης που ορίζεται από τον νόμο είναι μισή ώρα για το πρώτο ραντεβού και ένα τέταρτο για κάθε επόμενη επίσκεψη. Είναι πάρα πολύ δύσκολο μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, να ανταπεξέλθει ο γιατρός στις υποχρεώσεις που έχει, να ενημερώσει τον ηλεκτρονικό φάκελο του ασθενούς, να κάνει την εξέταση, να γράψει τα φάρμακα, να παρακολουθήσει την πορεία του. Αυτός ο γιατρός του Κέντρου Υγείας θα εξετάσει και τα έκτακτα περιστατικά από την περιοχή του. Και βεβαίως, ο ίδιος θα εφημερεύει και στο Κέντρο Υγείας ή πολλές φορές και σε νοσοκομεία, περίπου 7-8 εφημερίες το μήνα. Αντί λοιπόν για 35 ώρες, αυτός ο γιατρός θα εργάζεται 60 ώρες. Με 60 ώρες δουλειάς, πώς μπορεί να ανταπεξέλθει ένας άνθρωπος; Εξαιτίας όλων αυτών, είναι πολύ δύσκολο να πετύχει ο θεσμός του προσωπικού ή οικογενειακού γιατρού. Εμείς θέλουμε και πρέπει να προχωρήσει.
Χρειάζεται να στελεχωθούν πρώτα όλες οι μονάδες και τα ΤΟΜΥ και τα ΚΥ και μετά να εφαρμοστεί ο θεσμός, για να μπορεί ο κάθε πολίτης να βρει ανταπόκριση. Και βεβαίως, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη ότι ο πολίτης επιλέγει τον γιατρό που εμπιστεύεται. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί η επιλογή γιατρού να γίνεται με βάση τη γεωγραφική περιοχή. Δηλαδή, αν δεν υπάρχει Προσωπικός Γιατρός στο Κιλκίς, θα πας στη Θεσσαλονίκη ή στα Γιαννιτσά. Όταν υπάρχει μια έκτακτη ανάγκη σε έναν πολίτη, αυτό δεν είναι εφαρμόσιμο. Επίσης, το χειρότερο είναι ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί παρόλο που υπάρχουν γιατροί, δεν μπαίνουν στο σύστημα. Ενώ στην περιφέρεια ή στην νησιωτική Ελλάδα πολλές φορές δεν υπάρχουν γιατροί για να εγγραφούν ως Προσωπικοί Γιατροί. Φοβάμαι ότι δυστυχώς δεν θα πετύχει και αυτή η προσπάθεια, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί πάλι η ΠΦΥ, να υπολειτουργεί και να φτάνουμε στο σημείο τα νοσοκομεία να προσφέρουν πάλι υπηρεσίες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας. Χρειάζεται η κυβέρνηση να δώσει κίνητρα πάσης φύσεως στους γιατρούς για να στηρίξουν τον θεσμό.
Για τις ελλείψεις των νοσοκομείων σε κρίσιμες ιατρικές ειδικότητες
Χρειάζεται να δοθούν κίνητρα και για τις ειδικότητες που παρουσιάζουν ελλείψεις στα νοσοκομεία, όπως οι αναισθησιολόγοι. Πριν λίγες μέρες έγινε το 22ο Πανελλήνιο Συνέδριο Περιοχικής Αναισθησίας, Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας, όπου συμμετείχαν οι πέντε επιστημονικές ενώσεις του κλάδου. Έκαναν 10 προτάσεις στον Υπουργό για να λυθεί αυτό το πρόβλημα και να μπουν αναισθησιολόγοι στα νοσοκομεία. Όμως πρέπει να δοθούν κίνητρα στους γιατρούς, καταρχήν οικονομικά. Στον ίδιο βαθμό και ειδικότητα στη Ρουμανία παίρνουν διπλάσια χρήματα από ότι στην Ελλάδα και στην Κύπρο οι απολαβές τους είναι τριπλάσιες και πενταπλάσιες. Χρειάζεται να δοθούν επίσης κίνητρα κοινωνικά, οικογενειακά και εκπαιδευτικά, για να μπορέσει ένας γιατρός να πάει στην επαρχία ή στη νησιωτική Ελλάδα.
Για το θέμα των υποκλοπών
Το θέμα των υποκλοπών δεν είναι ένα προσωπικό ζήτημα του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη. Είναι ένα ζήτημα δημοκρατίας και τα χαρακτηριστικά της ενίσχυσης της δημοκρατίας πρέπει καθημερινά να αποδεικνύονται στην πράξη από την κυβέρνηση και τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Εδώ, όμως, έχουμε το φαινόμενο η κυβέρνηση να «νίπτει τας χείρας της» σαν τον Πόντιο Πιλάτο. Ο κ. Πρωθυπουργός, ο οποίος φρόντισε εξαρχής, από τα πρώτα νομοσχέδια που πέρασε να πάρει υπό την επίβλεψή του και τον έλεγχό του την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), να φτάνει σε σημείο να λέει «δεν ήξερα». Το «δεν ήξερα» φέρει δύο πτυχές: ή δεν ήξερε πραγματικά και άρα δεν επιτρέπεται ένας πρωθυπουργός ο οποίος έχει υπό την εποπτεία του την ΕΥΠ να μην ξέρει ή ξέρει αλλά λέει ότι δεν ξέρει, γιατί θέλει ακριβώς να κρύψει πράγματα. Εν πάση περιπτώση, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό το «ήξερα – δεν ήξερα» ή η επίκληση του απορρήτου, βγήκε μάλιστα η κ. Μπακογιάννη και απείλησε ότι όποιος μιλήσει θα πάει 10 χρόνια φυλακή, νομίζω ότι τα λέει όλα. Εάν θέλει ο κ. Μητσοτάκης, μπορεί με απόφαση δική του να αλλάξει και αυτός ο νόμος και αυτό το άρθρο και να πληροφορηθεί η Επιτροπή των Θεσμών και της Διαφάνειας της Βουλής δύο – τρία πράγματα: πρώτον, ποιος ήταν αυτός που ζήτησε την παρακολούθηση του κινητού του κ. Ανδρουλάκη, δεύτερον, για ποιον λόγο τη ζήτησε και τρίτον, με ποια επιχειρήματα τελικά συμφώνησαν και πραγματοποιήθηκε αυτή η παρακολούθηση, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ήταν τον καιρό που έγιναν οι εκλογές για Πρόεδρο στο ΠΑΣΟΚ. Άρχισαν όταν ξεκίνησε η διαδικασία του προεκλογικού αγώνα και σταμάτησαν όταν έγινε η εκλογή του Προέδρου. Αυτά δεν τιμούν το πολιτικό σύστημα και υπεύθυνη είναι η κυβέρνηση. Ο Πρόεδρός μας απευθύνθηκε ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους θεσμούς που διαθέτουν, για να υπάρξει ένας έλεγχος από εκεί. Περιμένουμε λοιπόν και από την εγχώρια Δικαιοσύνη και από την ευρωπαϊκή, να φέρει στην επιφάνεια πράγματα που δυστυχώς η κυβέρνηση δεν θέλει σκοπίμως να ομολογήσει δημοσίως. Δεν μπορεί ο Έλληνας πολίτης να πάει να ψηφίσει, χωρίς να ξέρει πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα και χωρίς να ξέρει ποιοι έχουν τις κύριες ευθύνες.